- καπνοπαραγωγός, -ός, -ό
- 1. οτόπος που παράγει μεγάλες ποσότητες του φυτικού προϊόντος καπνός: Η Αιτωλοακαρνανία είναι καπνοπαραγωγός περιοχή.2. το αρσ. ως ουσ., σημαίνει τον κτηματία που καλλιεργεί και παράγει καπνό: Το κράτος πρέπει να ικανοποιήσει τον καπνοπαραγωγό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.